φουρκάδα

φουρκάδα
η , φουρκάς ο
1) вилы; 2) навильник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φουρκάδα" в других словарях:

  • φουρκάδα — η, Ν 1. δίκρανο, δικράνι 2. η ποσότητα άχυρου ή χόρτου που πιάνει το δικράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούρκα (Ι) «διχαλωτός πάσσαλος» + κατάλ. άδα (πρβλ. σχισμ άδα] …   Dictionary of Greek

  • στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… …   Dictionary of Greek

  • φουρκάς — ο, Ν [φούρκα (Ι)] η φουρκάδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»